ιππάσιμος

ιππάσιμος
-η, -ο (Α ἱππάσιμος, -ασίμη, -ον) [ιππάζομαι]
(για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — αφού άφησε τον εαυτό του να τόν κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππάσιμον
το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῑν», Αιν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἱππάσιμος — fit for horses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμων — ἱππάσιμος fit for horses fem gen pl ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάσιμον — ἱππάσιμος fit for horses masc acc sg ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμη — ἱππάσιμος fit for horses fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμην — ἱππάσιμος fit for horses fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμοις — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμου — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμους — ἱππάσιμος fit for horses masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμῳ — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάσιμα — ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”