- ιππάσιμος
- -η, -ο (Α ἱππάσιμος, -ασίμη, -ον) [ιππάζομαι](για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.)αρχ.1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — αφού άφησε τον εαυτό του να τόν κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», Πλούτ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππάσιμοντο πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῑν», Αιν.).
Dictionary of Greek. 2013.